- εισαγγελικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εισαγγελέα ή στην εισαγγελία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Γ. Κ. Σάρρο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εισαγγελικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στον εισαγγελέα ή την εισαγγελία: Εισαγγελικό έγγραφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)